- πούστης
- ο, Ν1. παθητικός ομοφυλόφιλος, κίναιδος2. (κατ' επέκτ.) αισχρός, ξεδιάντροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. puşt].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πούστης — ο (λ. τουρκ.) 1. κίναιδος, μειωτική προσφώνηση άντρα ομοφιλόφυλου 2. μτφ., αισχρός, αδιάντροπος, ξετσίπωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουστάρα — η, και πούσταρος, ο, Ν (με υβριστική σημ.) μεγεθ τού πούστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πουστάρα < πούστης + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. κοιλ άρα), ενώ ο τ. πούσταρος < πούστης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. κλέφτ αρος)] … Dictionary of Greek
πουσταρέλι — το, Ν υποκορ. τού πούστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + υποκορ. κατάλ. αρέλι (πρβλ. παιδ αρέλι)] … Dictionary of Greek
πούστρα — η, Ν 1. (για άνδρα) ο πούστης 2. (για γυναίκα) αυτή που εκδίδεται σε παρά φύση ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + επίθημα τρα (πρβλ. κλέφ τρα)] … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
πουστίζω — Ν [πούστης] πουστοφέρνω … Dictionary of Greek
πουσταρειό — το, Ν το πουσταρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. ασκητ αρειό)] … Dictionary of Greek
πουστιά — η, Ν 1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πούστη 2. μτφ. ανήθικη πράξη, ατιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + κατάλ. ιά (πρβλ. γυφτ ιά)] … Dictionary of Greek
πουστοφέρνω — Ν (για άνδρα) συμπεριφέρομαι σαν πούστης, είμαι θηλυπρεπής … Dictionary of Greek